- σφυδόω
- σφῠδόω,A to be in full health or vigour, σφυδῶν· εὔρωστος, ἰσχυρός, σκληρός, Hsch., cf. διασφυδόω:—[voice] Pass., δειπνοῦσιν ἐσφυδωμένοι τἀλλότρια they sup even to bursting, Timocl.29; cf. σφυρόομαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.